- χειρόμυλον
- χειρό-μυλον, τό, u. χειρό-μυλος, ὁ, u. χειρο-μύλη, ἡ, u. χειρο-μύλων, ωνος, ὁ, Handmühle
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειρόμυλον — τὸ, Α χειρόμυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού χειρομύλη κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
χειρομύλιον — τὸ, Α [χειρόμυλον] μικρός χειρόμυλος … Dictionary of Greek